- σολοντσάκ
- το, Ν(εδαφολ.) αλατούχο έδαφος με λευκά αλατούχα επιφλοιώματα στην επιφάνειά του, το οποίο απαντά σε περιοχές με μικρή αποστράγγιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. solonchak < ρωσ. solonchak < solonyĭ «αλμυρός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σολονίτ — το, Ν (εδαφολ.) έδαφος, πιο αλκαλικό και λιγότερο αλατούχο από το σολοντσάκ, από το οποίο σχηματίζεται με διάλυση τού αλατούχου ορίζοντά του, διάλυση η οποία προκαλεί απόπλυση τών αργίλων … Dictionary of Greek